πέδιλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πέδιλο | τα | πέδιλα |
γενική | του | πέδιλου | των | πέδιλων |
αιτιατική | το | πέδιλο | τα | πέδιλα |
κλητική | πέδιλο | πέδιλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πέδιλο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πέδιλον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pṓds + -ιλον (πόδι)
- για τη βάση στήριξης < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sabot [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpe.ði.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέ‐δι‐λο
Ουσιαστικό επεξεργασία
πέδιλο ουδέτερο
- (υπόδηση)
- είδος υποδήματος, ανοιχτού (συνήθως) στο επάνω μέρος
- (υπόδηση) παρόμοιο υπόδημα ειδικής κατασκευής για συγκεκριμένες δραστηριότητες
- → δείτε λέξεις όπως βατραχοπέδιλο και παγοπέδιλο
- πεντάλι, πεντάλ, ποδόπληκτρο
- βάση
- (αρχιτεκτονική) η βάση μιας κολόνας οικοδομής, που αποτελεί τμήμα των θεμελίων
- αντίστοιχη βάση ανάλογου σκοπού, π.χ. που στηρίζει το κατάρτι ιστιοφόρου
- σχοινί με θηλιές που δένουν τα πόδια κάποιων ζώων για διάφορους λόγους
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη πόδι
Μεταφράσεις επεξεργασία
βάση οικοδομικής κολώνας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πέδιλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας