Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πέδιλο τα πέδιλα
      γενική του πέδιλου των πέδιλων
    αιτιατική το πέδιλο τα πέδιλα
     κλητική πέδιλο πέδιλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα ζευγάρι ροζ πέδιλα

  Ετυμολογία επεξεργασία

πέδιλο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πέδιλον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pṓds + -ιλον (πόδι)
για τη βάση στήριξης < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sabot [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpe.ði.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πέ‐δι‐λο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πέδιλο ουδέτερο

  1. (υπόδηση)
    1. είδος υποδήματος, ανοιχτού (συνήθως) στο επάνω μέρος
       συνώνυμα: σανδάλι
    2. (υπόδηση) παρόμοιο υπόδημα ειδικής κατασκευής για συγκεκριμένες δραστηριότητες
      → δείτε λέξεις όπως βατραχοπέδιλο και παγοπέδιλο
  2. πεντάλι, πεντάλ, ποδόπληκτρο
  3. βάση
    1. (αρχιτεκτονική) η βάση μιας κολόνας οικοδομής, που αποτελεί τμήμα των θεμελίων
    2. αντίστοιχη βάση ανάλογου σκοπού, π.χ. που στηρίζει το κατάρτι ιστιοφόρου
    3. σχοινί με θηλιές που δένουν τα πόδια κάποιων ζώων για διάφορους λόγους

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πόδι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία