πέδιλον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πέδιλον | τὰ | πέδιλᾰ |
γενική | τοῦ | πεδίλου | τῶν | πεδίλων |
δοτική | τῷ | πεδίλῳ | τοῖς | πεδίλοις |
αιτιατική | τὸ | πέδιλον | τὰ | πέδιλᾰ |
κλητική ὦ! | πέδιλον | πέδιλᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πεδίλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πεδίλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πέδιλον, ήδη μυκηναϊκή 𐀟𐀇𐀫 (pe-di-ro, δυϊκός αριθμός: πεδίλω). Θέμα πεδ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ped- + -ιλον (ουδέτερο του -ιλος[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπέδιλον ουδέτερο
- (υπόδηση) το σανδάλι, το πέδιλο
- κάθε υπόδημα, ακόμα κι αν κάλυπτε όλο το πόδι έως το γόνατο
- (μεταφορικά) μέτρο, ρυθμός ή ίσως μόνον ο δωρικός, για όποιον έγραφε σε δωρικό ρυθμό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- ἐν τούτῳ πεδίλῳ πόδ' ἔχειν (:να μπεις στη θέση του άλλου -Πίνδαρος)
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε πέδον, πούς & άλλα ομόρριζα στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα ρίζα *ped-
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πέδιλο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- πέδιλον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πέδιλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.