Δείτε επίσης: Πίνδασος, πίνδαλος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πίνδαρος οι Πίνδαροι
      γενική του Πίνδαρου
Πινδάρου
των Πίνδαρων
Πινδάρων
    αιτιατική τον Πίνδαρο τους Πίνδαρους
Πινδάρους
     κλητική Πίνδαρε Πίνδαροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Πίνδαρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Πίνδαρος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpin.ða.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πίν‐δα‐ρος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πίνδαρος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πίνδαρος οἱ Πίνδαροι
      γενική τοῦ Πινδάρου
Πινδάροιο (επικός)
τῶν Πινδάρων
      δοτική τῷ Πινδάρ τοῖς Πινδάροις
    αιτιατική τὸν Πίνδαρον τοὺς Πινδάρους
     κλητική ! Πίνδαρε Πίνδαροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πινδάρω
γεν-δοτ τοῖν  Πινδάροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Προτομή του Πίνδαρου. Ρωμαϊκό αντίγραφο. Αρχαιολογικό Μουσείο Νάπολης.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Πίνδαρος < πιθανόν • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   Πίνδ(ος) (οροσειρά της Θεσσαλίας) + -αρος.[1]

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πίνδαρος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ειδικότερα) Πίνδαρος: αρχαίος έλληνας λυρικός ποιητής (522 - 443 π.Χ.), ο οποίος συνέθεσε ωδές και επινίκιους ύμνους προς τιμήν των νικητών σε πανελλήνιους αγώνες
    ⌘Πίνδαρος στη Βιβλιοθήκη
    ⮡  Κατηγορία:Λήμματα με παραθέματα από τον Πίνδαρο (αρχαία ελληνικά)
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 38.4
    οὕτω μέν νυν ταῦτα νενόμισται, καὶ ὀρθῶς μοι δοκέει Πίνδαρος ποιῆσαι νόμον πάντων βασιλέα φήσας εἶναι.
    Έτσι είναι λοιπόν αυτές οι πεποιθήσεις, και νομίζω σωστά τα λέει ο Πίνδαρος, στο ποίημά του, ότι το έθιμο είναι ο βασιλιάς των πάντων.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος αιώνας - Κόριννα, Απόσπασμα 21. p.549, τόμος 3PLG, επιμ. Theodor Bergk ή 644, Α, βοιωτική διάλεκτος
    μέμφομη δὲ κὴ λιγουρὰν
    Μουρτίδ᾿ ἱωνγ᾿ ὅτι βανὰ φοῦσ᾿
    ἔβα Πινδάροιο ποτ᾿ ἔριν
    λείπει η μετάφραση

Παράγωγα

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πίνδαρος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)