πινδαρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πινδαρικός < Πίνδαρος
Επίθετο
επεξεργασίαπινδαρικός, -ή, -ό
- αυτός που σχετίζεται ή μοιάζει με τον ποιητή Πίνδαρο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πινδαρικός
Δείτε επίσης : πινδάρειος |
πινδαρικός, -ή, -ό