Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πινδάρειος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
πινδαρικός
,
Πίνδαρος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πινδάρει
ος
η
πινδάρει
α
το
πινδάρει
ο
γενική
του
πινδάρει
ου
της
πινδάρει
ας
του
πινδάρει
ου
αιτιατική
τον
πινδάρει
ο
την
πινδάρει
α
το
πινδάρει
ο
κλητική
πινδάρει
ε
πινδάρει
α
πινδάρει
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πινδάρει
οι
οι
πινδάρει
ες
τα
πινδάρει
α
γενική
των
πινδάρει
ων
των
πινδάρει
ων
των
πινδάρει
ων
αιτιατική
τους
πινδάρει
ους
τις
πινδάρει
ες
τα
πινδάρει
α
κλητική
πινδάρει
οι
πινδάρει
ες
πινδάρει
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πινδάρειος
<
Πίνδαρος
Επίθετο
επεξεργασία
πινδάρειος, -α, -ο
αυτός που σχετίζεται ή μοιάζει με τον ποιητή
Πίνδαρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πινδάρειος
αγγλικά
:
pindaric
(en)