βατραχοπεδιλάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βατραχοπεδιλάκι | τα | βατραχοπεδιλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βατραχοπεδιλάκι | τα | βατραχοπεδιλάκια |
κλητική | βατραχοπεδιλάκι | βατραχοπεδιλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βατραχοπεδιλάκι < βατραχοπέδιλο + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβατραχοπεδιλάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία βατραχοπεδιλάκι
|