πεδιλοδρομώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεδιλοδρομώ < πεδιλοδρόμος + -ώ
Ρήμα
επεξεργασίαπεδιλοδρομώ
- κινούμαι πάνω σε μια λεία (παγωμένη) επιφάνεια φορώντας τροχοπέδιλα ή παγοπέδιλα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις πεδιλοδρομία, πέδιλο, πόδι και δρόμος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πεδιλοδρομώ | πεδιλοδρομούσα | θα πεδιλοδρομώ | να πεδιλοδρομώ | πεδιλοδρομώντας | |
β' ενικ. | πεδιλοδρομείς | πεδιλοδρομούσες | θα πεδιλοδρομείς | να πεδιλοδρομείς | (πεδιλοδρόμει) | |
γ' ενικ. | πεδιλοδρομεί | πεδιλοδρομούσε | θα πεδιλοδρομεί | να πεδιλοδρομεί | ||
α' πληθ. | πεδιλοδρομούμε | πεδιλοδρομούσαμε | θα πεδιλοδρομούμε | να πεδιλοδρομούμε | ||
β' πληθ. | πεδιλοδρομείτε | πεδιλοδρομούσατε | θα πεδιλοδρομείτε | να πεδιλοδρομείτε | πεδιλοδρομείτε | |
γ' πληθ. | πεδιλοδρομούν(ε) | πεδιλοδρομούσαν(ε) | θα πεδιλοδρομούν(ε) | να πεδιλοδρομούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πεδιλοδρόμησα | θα πεδιλοδρομήσω | να πεδιλοδρομήσω | πεδιλοδρομήσει | ||
β' ενικ. | πεδιλοδρόμησες | θα πεδιλοδρομήσεις | να πεδιλοδρομήσεις | πεδιλοδρόμησε | ||
γ' ενικ. | πεδιλοδρόμησε | θα πεδιλοδρομήσει | να πεδιλοδρομήσει | |||
α' πληθ. | πεδιλοδρομήσαμε | θα πεδιλοδρομήσουμε | να πεδιλοδρομήσουμε | |||
β' πληθ. | πεδιλοδρομήσατε | θα πεδιλοδρομήσετε | να πεδιλοδρομήσετε | πεδιλοδρομήστε | ||
γ' πληθ. | πεδιλοδρόμησαν πεδιλοδρομήσαν(ε) |
θα πεδιλοδρομήσουν(ε) | να πεδιλοδρομήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πεδιλοδρομήσει | είχα πεδιλοδρομήσει | θα έχω πεδιλοδρομήσει | να έχω πεδιλοδρομήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πεδιλοδρομήσει | είχες πεδιλοδρομήσει | θα έχεις πεδιλοδρομήσει | να έχεις πεδιλοδρομήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πεδιλοδρομήσει | είχε πεδιλοδρομήσει | θα έχει πεδιλοδρομήσει | να έχει πεδιλοδρομήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πεδιλοδρομήσει | είχαμε πεδιλοδρομήσει | θα έχουμε πεδιλοδρομήσει | να έχουμε πεδιλοδρομήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πεδιλοδρομήσει | είχατε πεδιλοδρομήσει | θα έχετε πεδιλοδρομήσει | να έχετε πεδιλοδρομήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πεδιλοδρομήσει | είχαν πεδιλοδρομήσει | θα έχουν πεδιλοδρομήσει | να έχουν πεδιλοδρομήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεδιλοδρομώ
|