Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παγοπέδιλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
παγοπέδιλ
ο
τα
παγοπέδιλ
α
γενική
του
παγοπέδιλ
ου
των
παγοπέδιλ
ων
αιτιατική
το
παγοπέδιλ
ο
τα
παγοπέδιλ
α
κλητική
παγοπέδιλ
ο
παγοπέδιλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παγοπέδιλο
<
πάγος
+
-ο-
+
πέδιλο
Σκίτσο
παγοπέδιλου
.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παγοπέδιλο
ουδέτερο
πέδιλο
που το φοράει κανείς για να κινείται με ευκολία στον
πάγο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παγοπέδιλο
γαλλικά
:
patin à glace
(fr)
γερμανικά
:
Schlittschuh
(de)