↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παγοπέδιλο τα παγοπέδιλα
      γενική του παγοπέδιλου των παγοπέδιλων
    αιτιατική το παγοπέδιλο τα παγοπέδιλα
     κλητική παγοπέδιλο παγοπέδιλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παγοπέδιλο < πάγος + -ο- + πέδιλο
 
Σκίτσο παγοπέδιλου.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παγοπέδιλο ουδέτερο

  • πέδιλο που το φοράει κανείς για να κινείται με ευκολία στον πάγο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία