Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ποδόπληκτρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ποδόπληκτρο
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ποδόπληκτρο
ουδέτερο
εξάρτημα
μουσικού οργάνου (εκκλησιαστικού αρμόνιου, πιάνου, κ.α.) που χρησιμοποιείται με το
πόδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ποδόπληκτρο
γαλλικά
:
pédale
(fr)