↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποδόπληκτρο τα ποδόπληκτρα
      γενική του ποδόπληκτρου των ποδόπληκτρων
    αιτιατική το ποδόπληκτρο τα ποδόπληκτρα
     κλητική ποδόπληκτρο ποδόπληκτρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποδόπληκτρο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποδόπληκτρο ουδέτερο

  • εξάρτημα μουσικού οργάνου (εκκλησιαστικού αρμόνιου, πιάνου, κ.α.) που χρησιμοποιείται με το πόδι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία