κατάρτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κατάρτι | τα | κατάρτια |
γενική | του | καταρτιού | των | καταρτιών |
αιτιατική | το | κατάρτι | τα | κατάρτια |
κλητική | κατάρτι | κατάρτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατάρτι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατάρτι(ν) < ελληνιστική κοινή κατάρτιον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈtaɾ.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τάρ‐τι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατάρτι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) ο ιστός πλοίου, στύλος μεγάλου ύψους από τον οποίο στα μεν ιστιοφόρα (ξύλινος) φέρονται τα πανιά στα δε νεότερα φορτηγά (μεταλλικός) οι φορτωτήρες, κεραίες επικοινωνίας, ραντάρ κ.λπ. καθώς και φανός ναυσιπλοΐας.
- ⮡ το κατάρτι ανάλογα της θέσης του επί του πλοίου λαμβάνει ιδιαίτερη ονομασία όπως π.χ. πρόβολος, ακάτιος κ.λπ. ή πρωραίο, μεσαίο, πρυμναίο, παράμεσο κ.λπ., ανάλογα δε του φερόμενου αριθμού αυτών (εκτός προβόλου) χαρακτηρίζεται και το ιστιοφόρο π.χ. μονοκάταρτο, δικάταρτο, τρικάταρτο μέχρι και ...επτακάταρτο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κατάρτι
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατάρτι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κατάρτιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατάρτι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) το κατάρτι
- άλλες μορφές: κατάρτιν
Πηγές
επεξεργασία- κατάρτι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].