Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

πρωραίο

  1. πρωραίος, στην αιτιατική του ενικού

πρωραίο, ουδέτερο του πρωραίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού