άρμπουρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άρμπουρο | τα | άρμπουρα |
γενική | του | άρμπουρου | των | άρμπουρων |
αιτιατική | το | άρμπουρο | τα | άρμπουρα |
κλητική | άρμπουρο | άρμπουρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαάρμπουρο ουδέτερο και άλμπουρο ουδέτερο