Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
άρμπουρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
άρμπουρο
<
βενετική
alboro
Ουσιαστικό
επεξεργασία
άρμπουρο
ουδέτερο
και
άλμπουρο
ουδέτερο
(
ναυτικός όρος
,
ναυπηγικός όρος
)
ιστός
,
κατάρτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
άρμπουρο
αγγλικά
:
mast
(en)