πρόβολος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πρόβολος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόβολος < προβάλλω < πρό- + βάλλω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.vo.los/
- παρώνυμο: πρόλοβος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πρόβολος αρσενικό
- οποιαδήποτε μόνιμη επιμήκης προεξοχή
- δοκάρι που στηρίζεται στη μία του άκρη
- στήριγμα βάθρου γέφυρας
- (ναυτικός όρος) ο πλάγιος ιστός που προβάλλει στην πλώρη των ιστιοφόρων με την ίδια κλίση της πλώρης.
- ο πρόβολος των ιστιοφόρων φέρει ξάρτια, προστατευτικό δίχτυ, το ακρόπρωρο ή ξόανο, τον θαλασσομάχο καθώς και μέχρι δύο προεκτάσεις.
- διπλός πρόβολος ή δίδυμος πρόβολος φέρεται από πλοία ειδικών εργασιών όπως φραγματοθέτιδες, πλοία πόντισης καλωδίων, φορτηγιδοφόρα, μεγάλα αλιευτικά κ.λπ.
- ≈ συνώνυμα: μπομπρέσο
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πρόβολος
|