ξάρτια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ξάρτια ουδέτερο στον πληθυντικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξάρτι
- το σύνολο των εξαρτημάτων που βοηθούν την πλοήγηση ενός ιστιοφόρου πλοίου: τροχαλίες, σκοινιά, κ.ά.
Μεταφράσεις επεξεργασία
σύνολο από ξάρτια
|