πρόλοβος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πρόλοβος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόλοβος < πρό- + λοβός < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *leh₂b- (κρεμώ χαλαρά)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.lo.vos/
- παρώνυμα: πρόβολος, πρόλογος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πρόλοβος αρσενικό
- (ορνιθολογία) (ζωολογία) τμήμα (θύλακας) στον πεπτικό σωλήνα, κοντά στον οισοφάγο των πτηνών, όπου παραμένει για λίγο η τροφή τους, πριν περάσει στο στομάχι τους