πεπτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πεπτικός | η | πεπτική | το | πεπτικό |
γενική | του | πεπτικού | της | πεπτικής | του | πεπτικού |
αιτιατική | τον | πεπτικό | την | πεπτική | το | πεπτικό |
κλητική | πεπτικέ | πεπτική | πεπτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πεπτικοί | οι | πεπτικές | τα | πεπτικά |
γενική | των | πεπτικών | των | πεπτικών | των | πεπτικών |
αιτιατική | τους | πεπτικούς | τις | πεπτικές | τα | πεπτικά |
κλητική | πεπτικοί | πεπτικές | πεπτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πεπτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πεπτικός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική digestif[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ptiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐πτι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαπεπτικός, -ή, -ό
- (φυσιολογία) που έχει σχέση με την πέψη ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πέψη
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πεπτικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πεπτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πεπτικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πεπτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.