δυσπεπτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσπεπτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δυσπεπτικός < δυσ- + αρχαία ελληνική πεπτικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.spe.ptiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐σπε‐πτι‐κός
- παλιότερος συλλαβισμός : δυσ‐πε‐πτι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαδυσπεπτικός, -ή, -ό[1]
- (φυσιολογία) που έχει σχέση με την δυσπεψία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυσπεπτικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δυσπεπτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δυσπεπτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.