γέφυρα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γέφυρα | οι | γέφυρες |
γενική | της | γέφυρας | των | γεφυρών |
αιτιατική | τη | γέφυρα | τις | γέφυρες |
κλητική | γέφυρα | γέφυρες | ||
όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γέφυρα < αρχαία ελληνική γέφυρα
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈʝɛ.fi.ɾa/
- συλλαβισμός : γέ‐φυ‐ρα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γέφυρα θηλυκό
- (μηχανική) κατασκευή που επιτρέπει το πέρασμα ανθρώπων, οχημάτων κλπ. πάνω από ποτάμια, χαράδρες, θαλάσσια στενά ή άλλα φυσικά ή ανθρωπογενή εμπόδια
- (μεταφορικά) οτιδήποτε διευκολύνει την προσέγγιση και την επικοινωνία ανθρώπων, ομάδων, κρατών κλπ. μεταξύ τους και συντελεί στην άμβλυνση των διαφορών ή των διαφωνιών
- (οδοντιατρική) κατασκεύασμα με ελάσματα και γεφυρώματα που τοποθετείται στα σημεία της οδοντοστοιχίας που λείπουν ένα ή περισσότερα δόντια
- (ναυτικός όρος) το υπερυψωμένο επίπεδο ενός πλοίου πάνω από το κατάστρωμά του, όπου βρίσκονται τα συστήματα διακυβέρνησής του
- (αθλητισμός) γυμναστική άσκηση κατά την οποία το σώμα του ασκούμενου λυγίζει προς τα πίσω, τα χέρια και τα πόδια ακουμπούν στο δάπεδο, ώστε ο κορμός να σχηματίζει τόξο
- (ανατομία) δομή του οπίσθιου μέρους του εγκεφάλου
- (πληροφορική) μηχανισμός μεταφοράς δεδομένων από ένα ή πολλά σημεία αποθήκευσης σε ένα ή πολλά άλλα
- (δίκτυο υπολογιστών) bridge: δικτυακή συσκευή που συνδέει δύο ή περισσότερα τοπικά δίκτυα (LAN) στο επίπεδο 2 του μοντέλου OSI
- υπερώνυμα: συσκευή δικτύου
- Δείτε επίσης: γέφυρα δικτύου στην Βικιπαίδεια
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γέφυρα
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | γέφυρα | γεφύρα | γέφυραι |
Γενική | γεφύρας | γεφύραιν | γεφυρῶν |
Δοτική | γεφύρᾳ | γεφύραιν | γεφύραις |
Αιτιατική | γέφυραν | γεφύρα | γεφύρας |
Κλητική | γέφυρα | γεφύρα | γέφυραι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γέφυρα < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γέφυρα θηλυκό