γεφύρωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γεφύρωμα < (ελληνιστική κοινή) ή λίγο μεταγενέστρο < γεφυρόω
Ουσιαστικό επεξεργασία
γεφύρωμα ουδέτερο
- η σύνδεση δύο σημείων με γέφυρα, η γεφύρωση
- η εξεύρεση κοινού σημείου σε μια διαφωνία ώστε να μετριαστεί αυτή και να δοθεί συμβιβαστική λύση