γεφυροπλάστιγγα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γεφυροπλάστιγγα < γέφυρ(α) + -ο- + πλάστιγγα ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Brückenwaage)[1][2]
Ουσιαστικό
γεφυροπλάστιγγα θηλυκό
- είδος ζυγαριάς που βρίσκεται συνήθως στο έδαφος και χρησιμοποιείται κυρίως για να ζυγίζονται οχήματα
Συγγενικά
Αναφορές
- ↑ γεφυροπλάστιγγα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ γεφυροπλάστιγγα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεταφράσεις
γεφυροπλάστιγγα