Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλάστιγγα οι πλάστιγγες
      γενική της πλάστιγγας των πλαστιγγών
    αιτιατική την πλάστιγγα τις πλάστιγγες
     κλητική πλάστιγγα πλάστιγγες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
πλάστιγγα (2)
 
αρχαία ρωμαϊκή πλάστιγγα(2)

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλάστιγγα < αρχαία ελληνική πλάστιγξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλάστιγγα θηλυκό

  1. το πιάτο (ή ο δίσκος) της ζυγαριάς
  2. είδος ζυγαριάς για ογκώδη ή βαριά αντικείμενα που έχει μόνο μία πλάστιγγα και η ζύγιση γίνεται μέσω μηχανισμού
  3. (μεταφορικά) για την τελική έκβαση μιας αμφίρροπης υπόθεσης
    όλοι αναρωτιούνται για το προς τα πού θα γείρει τελικά η πλάστιγγα των εσωκομματικών εκλογών (αναρωτιούνται ποιος θα τις κερδίσει)

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία