ζυγαριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζυγαριά | οι | ζυγαριές |
γενική | της | ζυγαριάς | των | ζυγαριών |
αιτιατική | τη | ζυγαριά | τις | ζυγαριές |
κλητική | ζυγαριά | ζυγαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζυγαριά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζυγαρέα με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας < αρχαία ελληνική ζυγός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zi.ɣaɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζυ‐γα‐ριά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζυγαριά θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ζυγός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζυγαριά
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ζυγαριά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας