↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δυναμόμετρο τα δυναμόμετρα
      γενική του δυναμόμετρου
δυναμομέτρου
των δυναμόμετρων
δυναμομέτρων
    αιτιατική το δυναμόμετρο τα δυναμόμετρα
     κλητική δυναμόμετρο δυναμόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυναμόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dynamomètre < αρχαία ελληνική δύναμις + μέτρον [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.naˈmo.me.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυ‐να‐μό‐με‐τρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δυναμόμετρο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία