Ουσιαστικό

επεξεργασία

pont (br)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pont ponts

pont (fr) αρσενικό

  1. η γέφυρα
  2. το κατάστρωμα



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pont (ca)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pont (cy)