• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

γεφυρωμένος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική γεφυρωμένος γεφυρωμένη γεφυρωμένο
γενική γεφυρωμένου γεφυρωμένης γεφυρωμένου
αιτιατική γεφυρωμένο γεφυρωμένη γεφυρωμένο
κλητική γεφυρωμένε γεφυρωμένη γεφυρωμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική γεφυρωμένοι γεφυρωμένες γεφυρωμένα
γενική γεφυρωμένων γεφυρωμένων γεφυρωμένων
αιτιατική γεφυρωμένους γεφυρωμένες γεφυρωμένα
κλητική γεφυρωμένοι γεφυρωμένες γεφυρωμένα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

γεφυρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γεφυρώνω

  ΜετοχήΕπεξεργασία

γεφυρωμένος, -η, -ο

  1. που έχει καλυφθεί με γέφυρα
  2. (μεταφορικά) που έχει συμφιλιωθεί

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    γεφυρωμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=γεφυρωμένος&oldid=3998621"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Αυγούστου 2018, στις 08:58

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Αυγούστου 2018, στις 08:58.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie