γεφυρωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γεφυρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γεφυρώνω
Μετοχή επεξεργασία
γεφυρωμένος, -η, -ο
- που έχει καλυφθεί με γέφυρα
- (μεταφορικά) που έχει συμφιλιωθεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
γεφυρωμένος
|