Ουσιαστικό

επεξεργασία

pons (la) αρσενικό

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική pons pontēs
γενική pontis pontum
δοτική pontī pontibus
αιτιατική pontem pontēs
κλητική pons pontēs
αφαιρετική ponte pontibus
(γ' κλίση)