γεφύρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γεφύρι | τα | γεφύρια |
γενική | του | γεφυριού | των | γεφυριών |
αιτιατική | το | γεφύρι | τα | γεφύρια |
κλητική | γεφύρι | γεφύρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γεφύρι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γεφύριον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική γέφυρα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝeˈfi.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐φύ‐ρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγεφύρι ουδέτερο
- η μικρή γέφυρα
- η μικρή γέφυρα με κάπως πρόχειρα υλικά ή η παλιά γέφυρα με υλικά άλλων εποχών
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γεφύρι
|
Πηγές
επεξεργασία- γεφύρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας