pod
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
pod (en)
- (ναυτικός όρος, αεροπορικός όρος) άκατος
- (βοτανική) καρπόφυλλο, θήκη των σπερμάτων
Βοσνιακά (bs)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
pod (bs)
Κροατικά (hr) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
pod (hr) αρσενικό
- το πάτωμα
ΠρόθεσηΕπεξεργασία
pod (hr)
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΠρόθεσηΕπεξεργασία
pod (pl)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Ρουμανικά (ro) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
pod (ro) ουδέτερο
Σερβικά (sr) Επεξεργασία
ΠρόθεσηΕπεξεργασία
pod (sr)
- λατινική γραφή του под
Σλοβενικά (sl) Επεξεργασία
ΠρόθεσηΕπεξεργασία
pod (sl)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
pod (sl) αρσενικό
- το πάτωμα
Τσεχικά (cs)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΠρόθεσηΕπεξεργασία
pod (cs)