bro
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bro | bros |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- bro < περικοπή του brother
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
- (κυριολεκτικά) ο αδελφός
- (προσφώνηση, μεταφορικά) αδελφός, ως φιλική προσφώνηση για άτομο με το οποίο υπάρχει στενή, συντροφική σχέση, αποδοχή κοινών ιδεών και ιδανικών, ή τρόπου ζωής
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Βρετονικά (br)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
bro (br) θηλυκό
- χώρα
- ↪ Kant bro, kant giz, kant perez, kant iliz.
- Εκατό χώρες, εκατό μόδες, εκατό ενορίες, εκατό εκκλησίες (βρετονική παροιμία).
- ↪ Kant bro, kant giz, kant perez, kant iliz.
Δανικά (da)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
bro (da)
Νορβηγικά (no)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
bro (no)
Σουηδικά (sv)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
bro (sv)