bro
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bro | bros |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- bro < περικοπή του brother
Ουσιαστικό
επεξεργασία
- (κυριολεκτικά) ο αδελφός
- (προσφώνηση, μεταφορικά) αδελφός, ως φιλική προσφώνηση για άτομο με το οποίο υπάρχει στενή, συντροφική σχέση, αποδοχή κοινών ιδεών και ιδανικών, ή τρόπου ζωής