ιδανικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιδανικό | τα | ιδανικά |
γενική | του | ιδανικού | των | ιδανικών |
αιτιατική | το | ιδανικό | τα | ιδανικά |
κλητική | ιδανικό | ιδανικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιδανικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ιδανικός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική idéal)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ða.niˈko/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιδανικό ουδέτερο
- σημαντικός και υψηλός στόχος ή σκοπός που προσπαθεί να πετύχει ή εκπληρώσει κάποιος
- η (ηθική κυρίως) αξία που θέτει κάποιος ως βάση της προσωπικής του πορείας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαιδανικό