ιδεώδες
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιδεώδες | τα | ιδεώδη |
γενική | του | ιδεώδους | των | ιδεωδών |
αιτιατική | το | ιδεώδες | τα | ιδεώδη |
κλητική | ιδεώδες | ιδεώδη | ||
όπως «ιδεώδες» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ιδεώδες < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ιδεώδης, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική idéal
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ιδεώδες ουδέτερο
- κάτι που υφίσταται ως ιδέα και θεωρείται σημαντικό να το επιτύχουμε ή να το αποκτήσουμε
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ιδεώδες
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
ιδεώδες