ιδεώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιδεώδης | η | ιδεώδης | το | ιδεώδες |
γενική | του | ιδεώδους | της | ιδεώδους | του | ιδεώδους |
αιτιατική | τον | ιδεώδη | την | ιδεώδη | το | ιδεώδες |
κλητική | ιδεώδη(ς) | ιδεώδης | ιδεώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιδεώδεις | οι | ιδεώδεις | τα | ιδεώδη |
γενική | των | ιδεωδών | των | ιδεωδών | των | ιδεωδών |
αιτιατική | τους | ιδεώδεις | τις | ιδεώδεις | τα | ιδεώδη |
κλητική | ιδεώδεις | ιδεώδεις | ιδεώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαιδεώδης, -ης, -ες
- που θεωρείται τέλειο και ανταποκρίνεται απόλυτα σε ένα πρότυπο, σε ένα ιδανικό
- το ουδέτερο ως ουσιαστικό: → δείτε τη λέξη το ιδεώδες
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ιδέα