Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδεώδης η ιδεώδης το ιδεώδες
      γενική του ιδεώδους της ιδεώδους του ιδεώδους
    αιτιατική τον ιδεώδη την ιδεώδη το ιδεώδες
     κλητική ιδεώδη(ς) ιδεώδης ιδεώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδεώδεις οι ιδεώδεις τα ιδεώδη
      γενική των ιδεωδών των ιδεωδών των ιδεωδών
    αιτιατική τους ιδεώδεις τις ιδεώδεις τα ιδεώδη
     κλητική ιδεώδεις ιδεώδεις ιδεώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδεώδης < ιδέα + -ώδης

  Επίθετο επεξεργασία

ιδεώδης, -ης, -ες

  1. που θεωρείται τέλειο και ανταποκρίνεται απόλυτα σε ένα πρότυπο, σε ένα ιδανικό
  2. το ουδέτερο ως ουσιαστικό: → δείτε τη λέξη  το ιδεώδες

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη ιδέα

  Μεταφράσεις επεξεργασία