αερογέφυρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααερογέφυρα θηλυκό
- συντονισμένη προσπάθεια μεταφοράς ανθρώπων, υλικών, βοήθειας κ.λπ. με πολλαπλές πτήσεις αεροπλάνων
- γέφυρα που περνάει πάνω από δρόμο ή σιδηροδρομική γραμμή