Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αερογέφυρα οι αερογέφυρες
      γενική της αερογέφυρας των αερογεφυρών
    αιτιατική την αερογέφυρα τις αερογέφυρες
     κλητική αερογέφυρα αερογέφυρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αερογέφυρα < αερο- + γέφυρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αερογέφυρα θηλυκό

  1. συντονισμένη προσπάθεια μεταφοράς ανθρώπων, υλικών, βοήθειας κ.λπ. με πολλαπλές πτήσεις αεροπλάνων
  2. γέφυρα που περνάει πάνω από δρόμο ή σιδηροδρομική γραμμή

  Μεταφράσεις επεξεργασία