γεφυροποιός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γεφυροποιός < (ελληνιστική κοινή) γεφυροποιός < αρχαία ελληνική γέφυρα + -ποιός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγεφυροποιός αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός (αρχιτέκτονας, μηχανικός, τεχνίτης κ.λπ.) που κατασκευάζει γέφυρες
- ≈ συνώνυμα: (λαϊκότροπο) γεφυράς, γεφυρωτής, (παρωχημένο) κιοπρουλής
- (μεταφορικά) αυτός που αποπειράται να συμβιβάσει δύο ή περισσότερες πλευρές που διαφωνούν μεταξύ τους, και να τους φέρει σε επαφή και επικοινωνία
Συγγενικά
επεξεργασία- γεφυροποιία
- → δείτε τις λέξεις γέφυρα και ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυριολεκτικά
μεταφορικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | γεφυροποιός | οἱ | γεφυροποιοί |
γενική | τοῦ | γεφυροποιοῦ | τῶν | γεφυροποιῶν |
δοτική | τῷ | γεφυροποιῷ | τοῖς | γεφυροποιοῖς |
αιτιατική | τὸν | γεφυροποιόν | τοὺς | γεφυροποιούς |
κλητική ὦ! | γεφυροποιέ | γεφυροποιοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γεφυροποιώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γεφυροποιοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγεφυροποιός αρσενικό