Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γεφυροποιία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
γεφυροποιί
α
οι
γεφυροποιί
ες
γενική
της
γεφυροποιί
ας
των
γεφυροποιι
ών
αιτιατική
τη
γεφυροποιί
α
τις
γεφυροποιί
ες
κλητική
γεφυροποιί
α
γεφυροποιί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γεφυροποιία
<
γεφυροποιός
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γεφυροποιία
θηλυκό
η
κατασκευή
γεφυρών
η
τεχνική
της κατασκευής γεφυρών
Συγγενικά
επεξεργασία
γεφυροποιός
→
δείτε
τις
λέξεις
γέφυρα
και
ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γεφυροποιία
αγγλικά
:
bridge
(en)
γαλλικά
:
pont
(fr)
ισπανικά
:
puente
(es)
ιταλικά
:
ponte
(it)