συμβιβάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμβιβάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμβιβάζω < σύν (συμ-) + βιβάζω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική compromise[1] [2])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siɱ.viˈva.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐βι‐βά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίασυμβιβάζω, αόρ.: συμβίβασα, παθ.φωνή: συμβιβάζομαι, π.αόρ.: συμβιβάστηκα, μτχ.π.π.: συμβιβασμένος
- συμβάλλω στη μείωση ή εξάλειψη των διαφορών δύο μερών με διάφορους τρόπους
- κάνω κάτι συμβατό, το συνταιριάζω, το κάνει να συνάδει
- ⮡ η ιδιότητα του βουλευτή δεν συμβιβάζεται με την άσκηση επαγγέλματος
- ≈ συνώνυμα: συνταιριάζω, συνδυάζω
- → δείτε και τη λέξη συμβιβάζομαι (παθητική φωνή)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμβιβάζω | συμβίβαζα | θα συμβιβάζω | να συμβιβάζω | συμβιβάζοντας | |
β' ενικ. | συμβιβάζεις | συμβίβαζες | θα συμβιβάζεις | να συμβιβάζεις | συμβίβαζε | |
γ' ενικ. | συμβιβάζει | συμβίβαζε | θα συμβιβάζει | να συμβιβάζει | ||
α' πληθ. | συμβιβάζουμε | συμβιβάζαμε | θα συμβιβάζουμε | να συμβιβάζουμε | ||
β' πληθ. | συμβιβάζετε | συμβιβάζατε | θα συμβιβάζετε | να συμβιβάζετε | συμβιβάζετε | |
γ' πληθ. | συμβιβάζουν(ε) | συμβίβαζαν συμβιβάζαν(ε) |
θα συμβιβάζουν(ε) | να συμβιβάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συμβίβασα | θα συμβιβάσω | να συμβιβάσω | συμβιβάσει | ||
β' ενικ. | συμβίβασες | θα συμβιβάσεις | να συμβιβάσεις | συμβίβασε | ||
γ' ενικ. | συμβίβασε | θα συμβιβάσει | να συμβιβάσει | |||
α' πληθ. | συμβιβάσαμε | θα συμβιβάσουμε | να συμβιβάσουμε | |||
β' πληθ. | συμβιβάσατε | θα συμβιβάσετε | να συμβιβάσετε | συμβιβάστε | ||
γ' πληθ. | συμβίβασαν συμβιβάσαν(ε) |
θα συμβιβάσουν(ε) | να συμβιβάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συμβιβάσει | είχα συμβιβάσει | θα έχω συμβιβάσει | να έχω συμβιβάσει | ||
β' ενικ. | έχεις συμβιβάσει | είχες συμβιβάσει | θα έχεις συμβιβάσει | να έχεις συμβιβάσει | ||
γ' ενικ. | έχει συμβιβάσει | είχε συμβιβάσει | θα έχει συμβιβάσει | να έχει συμβιβάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συμβιβάσει | είχαμε συμβιβάσει | θα έχουμε συμβιβάσει | να έχουμε συμβιβάσει | ||
β' πληθ. | έχετε συμβιβάσει | είχατε συμβιβάσει | θα έχετε συμβιβάσει | να έχετε συμβιβάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συμβιβάσει | είχαν συμβιβάσει | θα έχουν συμβιβάσει | να έχουν συμβιβάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμβιβάζομαι | συμβιβαζόμουν(α) | θα συμβιβάζομαι | να συμβιβάζομαι | ||
β' ενικ. | συμβιβάζεσαι | συμβιβαζόσουν(α) | θα συμβιβάζεσαι | να συμβιβάζεσαι | ||
γ' ενικ. | συμβιβάζεται | συμβιβαζόταν(ε) | θα συμβιβάζεται | να συμβιβάζεται | ||
α' πληθ. | συμβιβαζόμαστε | συμβιβαζόμαστε συμβιβαζόμασταν |
θα συμβιβαζόμαστε | να συμβιβαζόμαστε | ||
β' πληθ. | συμβιβάζεστε | συμβιβαζόσαστε συμβιβαζόσασταν |
θα συμβιβάζεστε | να συμβιβάζεστε | (συμβιβάζεστε) | |
γ' πληθ. | συμβιβάζονται | συμβιβάζονταν συμβιβαζόντουσαν |
θα συμβιβάζονται | να συμβιβάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συμβιβάστηκα | θα συμβιβαστώ | να συμβιβαστώ | συμβιβαστεί | ||
β' ενικ. | συμβιβάστηκες | θα συμβιβαστείς | να συμβιβαστείς | συμβιβάσου | ||
γ' ενικ. | συμβιβάστηκε | θα συμβιβαστεί | να συμβιβαστεί | |||
α' πληθ. | συμβιβαστήκαμε | θα συμβιβαστούμε | να συμβιβαστούμε | |||
β' πληθ. | συμβιβαστήκατε | θα συμβιβαστείτε | να συμβιβαστείτε | συμβιβαστείτε | ||
γ' πληθ. | συμβιβάστηκαν συμβιβαστήκαν(ε) |
θα συμβιβαστούν(ε) | να συμβιβαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συμβιβαστεί | είχα συμβιβαστεί | θα έχω συμβιβαστεί | να έχω συμβιβαστεί | συμβιβασμένος | |
β' ενικ. | έχεις συμβιβαστεί | είχες συμβιβαστεί | θα έχεις συμβιβαστεί | να έχεις συμβιβαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει συμβιβαστεί | είχε συμβιβαστεί | θα έχει συμβιβαστεί | να έχει συμβιβαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συμβιβαστεί | είχαμε συμβιβαστεί | θα έχουμε συμβιβαστεί | να έχουμε συμβιβαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε συμβιβαστεί | είχατε συμβιβαστεί | θα έχετε συμβιβαστεί | να έχετε συμβιβαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συμβιβαστεί | είχαν συμβιβαστεί | θα έχουν συμβιβαστεί | να έχουν συμβιβαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συμβιβασμένος - είμαστε, είστε, είναι συμβιβασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συμβιβασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συμβιβασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συμβιβασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συμβιβασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συμβιβασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συμβιβασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμβιβάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- συμβιβάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συμβιβάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ συμβιβάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ συμβιβάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)