Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσκολοσυμβίβαστος η δυσκολοσυμβίβαστη το δυσκολοσυμβίβαστο
      γενική του δυσκολοσυμβίβαστου της δυσκολοσυμβίβαστης του δυσκολοσυμβίβαστου
    αιτιατική τον δυσκολοσυμβίβαστο τη δυσκολοσυμβίβαστη το δυσκολοσυμβίβαστο
     κλητική δυσκολοσυμβίβαστε δυσκολοσυμβίβαστη δυσκολοσυμβίβαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσκολοσυμβίβαστοι οι δυσκολοσυμβίβαστες τα δυσκολοσυμβίβαστα
      γενική των δυσκολοσυμβίβαστων των δυσκολοσυμβίβαστων των δυσκολοσυμβίβαστων
    αιτιατική τους δυσκολοσυμβίβαστους τις δυσκολοσυμβίβαστες τα δυσκολοσυμβίβαστα
     κλητική δυσκολοσυμβίβαστοι δυσκολοσυμβίβαστες δυσκολοσυμβίβαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυσκολοσυμβίβαστος < δυσκολο- + (συμβιβάζω) συμβιβασ- + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

δυσκολοσυμβίβαστος[1]

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. δυσκολοσυμβίβαστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)