συμβιβαστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμβιβαστικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συμβιβαστικ(ότης) + -ότητα < συμβιβαστικ(ός) + -ότητα < → και δείτε τη λέξη συμβιβάζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siɱ.vi.va.stiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐βι‐βα‐στι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμβιβαστικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος συμβιβαστικός, η ιδιότητα του συμβιβαστικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμβιβαστικότητα
|