συμβιβαστικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμβιβαστικότης (μαρτυρείται από το 1861) [1] < συμβιβαστικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμβιβαστικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 944, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου