Ετυμολογία

επεξεργασία
βιβάζω < λείπει η ετυμολογία

βιβάζω

  1. κάνω κάποιον ν’ ανέβει, να καβαλικέψει
  2. σηκώνω, υψώνω
  3. (βιολογία, για ζώα) βατεύω
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 6, 18 @scaife.perseus
    Ὅταν δὲ γεννήσῃ, τῷ πρώτῳ τὸν πρῶτον παρέχει μαστόν. Θυῶσαν δ’ οὐ δεῖ εὐθὺς βιβάζειν, πρὶν ἂν μὴ τὰ ὦτα καταβάλῃ· εἰ δὲ μή, ἀναθυᾷ πάλιν· ἂν δ’ ὀργῶσαν βιβάσῃ, μία ὀχεία, ὥσπερ εἴρηται, ἀρκεῖ.
    ΣτΕΑριστοτέλης αναφέρεται στην αναπαραγωγική διαδικασία των γουρουνιών.
  4. (μεταφορικά) εκθειάζω, εξυψώνω
    → δείτε παράθεμα στο βιβῶν (μετοχή μέλλοντα)

Συγγενικά

επεξεργασία


Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Για νεοελληνικά σύνθετα του αρχαίου βιβάζω → δείτε βάζω