προβιβασμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προβιβασμός < ελληνιστική κοινή προβιβασμός < αρχαία ελληνική προβιβάζω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική promotion)
Ουσιαστικό επεξεργασία
προβιβασμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προβιβάζω