προβίβαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προβίβαση | οι | προβιβάσεις |
γενική | της | προβίβασης* | των | προβιβάσεων |
αιτιατική | την | προβίβαση | τις | προβιβάσεις |
κλητική | προβίβαση | προβιβάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προβιβάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προβίβαση < ελληνιστική κοινή προβίβασις < αρχαία ελληνική προβιβάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροβίβαση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προβιβάζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προβίβαση
|