Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταβιβασμός οι καταβιβασμοί
      γενική του καταβιβασμού των καταβιβασμών
    αιτιατική τον καταβιβασμό τους καταβιβασμούς
     κλητική καταβιβασμέ καταβιβασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταβιβασμός < αρχαία ελληνική καταβιβασμός < καταβιβ(άζω) + -ασμός < κατά + βιβάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταβιβασμός αρσενικό

  1. (επίσημο) κατέβασμα, καταβίβαση, μείωση, χαμήλωμα
     αντώνυμα: ανύψωση
  2. (γραμματική) η μετακίνηση τόνου προς την επόμενη συλλαβή, το τέλος της λέξεως, τη λήγουσα
     συνώνυμα: καταβίβαση, κατέβασμα
     αντώνυμα: αναβιβασμός, αναβίβαση

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία