καταβίβαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καταβίβαση | οι | καταβιβάσεις |
γενική | της | καταβίβασης* | των | καταβιβάσεων |
αιτιατική | την | καταβίβαση | τις | καταβιβάσεις |
κλητική | καταβίβαση | καταβιβάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταβιβάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καταβίβαση < καταβιβάζω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) νέα ελληνική κατέβασμα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταβίβαση θηλυκό