αναβίβαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναβίβαση | οι | αναβιβάσεις |
γενική | της | αναβίβασης* | των | αναβιβάσεων |
αιτιατική | την | αναβίβαση | τις | αναβιβάσεις |
κλητική | αναβίβαση | αναβιβάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναβιβάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αναβίβαση < αναβιβά(ζω) + -ση [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναβίβαση θηλυκό
- συνώνυμο του αναβιβασμός [2]
- ⮡ η αναβίβαση του τόνου
- ⮡ η αναβίβαση της Ισαβέλας στο θρόνο της Ισπανίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναβίβαση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αναβίβαση - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «αναβιβασμός, αναβίβαση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)