αναβιβάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναβιβάζω < αρχαία ελληνική ἀναβιβάζω
Ρήμα
επεξεργασίααναβιβάζω (παθητικό: αναβιβάζομαι)
- ανεβάζω κάτι ή κάποιον
- κάθε μονοσύλλαβη λέξη (χθών) όταν συντίθεται με άλλη (αυτόχθων) αναβιβάζει τον τόνο
- τον αναβίβασαν στην εξουσία επειδή εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους
- το οικονομικοπολιτικό μόρφωμα της Ε.Ε. αποτελεί πεδίο διακύβευσης και συσχετισμών, στο οποίο αναβιβάζονται οι πολιτικές και ταξικές σχέσεις που αποκρυσταλλώνονται στα εθνικά κράτη
Αντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναβιβάζω | αναβίβαζα | θα αναβιβάζω | να αναβιβάζω | αναβιβάζοντας | |
β' ενικ. | αναβιβάζεις | αναβίβαζες | θα αναβιβάζεις | να αναβιβάζεις | αναβίβαζε | |
γ' ενικ. | αναβιβάζει | αναβίβαζε | θα αναβιβάζει | να αναβιβάζει | ||
α' πληθ. | αναβιβάζουμε | αναβιβάζαμε | θα αναβιβάζουμε | να αναβιβάζουμε | ||
β' πληθ. | αναβιβάζετε | αναβιβάζατε | θα αναβιβάζετε | να αναβιβάζετε | αναβιβάζετε | |
γ' πληθ. | αναβιβάζουν(ε) | αναβίβαζαν αναβιβάζαν(ε) |
θα αναβιβάζουν(ε) | να αναβιβάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναβίβασα | θα αναβιβάσω | να αναβιβάσω | αναβιβάσει | ||
β' ενικ. | αναβίβασες | θα αναβιβάσεις | να αναβιβάσεις | αναβίβασε | ||
γ' ενικ. | αναβίβασε | θα αναβιβάσει | να αναβιβάσει | |||
α' πληθ. | αναβιβάσαμε | θα αναβιβάσουμε | να αναβιβάσουμε | |||
β' πληθ. | αναβιβάσατε | θα αναβιβάσετε | να αναβιβάσετε | αναβιβάστε | ||
γ' πληθ. | αναβίβασαν αναβιβάσαν(ε) |
θα αναβιβάσουν(ε) | να αναβιβάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναβιβάσει | είχα αναβιβάσει | θα έχω αναβιβάσει | να έχω αναβιβάσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναβιβάσει | είχες αναβιβάσει | θα έχεις αναβιβάσει | να έχεις αναβιβάσει | έχε αναβιβασμένο | |
γ' ενικ. | έχει αναβιβάσει | είχε αναβιβάσει | θα έχει αναβιβάσει | να έχει αναβιβάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναβιβάσει | είχαμε αναβιβάσει | θα έχουμε αναβιβάσει | να έχουμε αναβιβάσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναβιβάσει | είχατε αναβιβάσει | θα έχετε αναβιβάσει | να έχετε αναβιβάσει | έχετε αναβιβασμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αναβιβάσει | είχαν αναβιβάσει | θα έχουν αναβιβάσει | να έχουν αναβιβάσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αναβιβασμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αναβιβασμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αναβιβασμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αναβιβασμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναβιβάζομαι | αναβιβαζόμουν(α) | θα αναβιβάζομαι | να αναβιβάζομαι | ||
β' ενικ. | αναβιβάζεσαι | αναβιβαζόσουν(α) | θα αναβιβάζεσαι | να αναβιβάζεσαι | αναβιβάζου | |
γ' ενικ. | αναβιβάζεται | αναβιβαζόταν(ε) | θα αναβιβάζεται | να αναβιβάζεται | ||
α' πληθ. | αναβιβαζόμαστε | αναβιβαζόμαστε αναβιβαζόμασταν |
θα αναβιβαζόμαστε | να αναβιβαζόμαστε | ||
β' πληθ. | αναβιβάζεστε | αναβιβαζόσαστε αναβιβαζόσασταν |
θα αναβιβάζεστε | να αναβιβάζεστε | αναβιβάζεστε | |
γ' πληθ. | αναβιβάζονται | αναβιβάζονταν αναβιβαζόντουσαν |
θα αναβιβάζονται | να αναβιβάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναβιβάστηκα | θα αναβιβαστώ | να αναβιβαστώ | αναβιβαστεί | ||
β' ενικ. | αναβιβάστηκες | θα αναβιβαστείς | να αναβιβαστείς | αναβιβάσου | ||
γ' ενικ. | αναβιβάστηκε | θα αναβιβαστεί | να αναβιβαστεί | |||
α' πληθ. | αναβιβαστήκαμε | θα αναβιβαστούμε | να αναβιβαστούμε | |||
β' πληθ. | αναβιβαστήκατε | θα αναβιβαστείτε | να αναβιβαστείτε | αναβιβαστείτε | ||
γ' πληθ. | αναβιβάστηκαν αναβιβαστήκαν(ε) |
θα αναβιβαστούν(ε) | να αναβιβαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναβιβαστεί | είχα αναβιβαστεί | θα έχω αναβιβαστεί | να έχω αναβιβαστεί | αναβιβασμένος | |
β' ενικ. | έχεις αναβιβαστεί | είχες αναβιβαστεί | θα έχεις αναβιβαστεί | να έχεις αναβιβαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναβιβαστεί | είχε αναβιβαστεί | θα έχει αναβιβαστεί | να έχει αναβιβαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναβιβαστεί | είχαμε αναβιβαστεί | θα έχουμε αναβιβαστεί | να έχουμε αναβιβαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναβιβαστεί | είχατε αναβιβαστεί | θα έχετε αναβιβαστεί | να έχετε αναβιβαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναβιβαστεί | είχαν αναβιβαστεί | θα έχουν αναβιβαστεί | να έχουν αναβιβαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναβιβάζω
|