Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταβιβάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταβιβάζω < κατα- + βιβάζω

  Ρήμα επεξεργασία

καταβιβάζω, αόρ.: καταβίβασα, παθ.φωνή: καταβιβάζομαι, π.αόρ.: καταβιβάστηκα, μτχ.π.π.: καταβιβασμένος

Παράγωγα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταβιβάζω < κατα- + βιβάζω

  Πηγές επεξεργασία