καταβιβασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίακαταβιβασμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καταβιβάζω [1]
- ⮡ ο τόνος είναι καταβιβασμένος στη λήγουσα (έχει κατέβει στη λήγουσα συλλαβή)
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταβιβασμένος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καταβιβασμένος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)