Ετυμολογία

επεξεργασία

εξυψώνω (παθητική φωνή: εξυψώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) ανεβάζω
  2. (μεταφορικά) ανεβάζω, ενισχύω
  3. (μεταφορικά) επαινώ

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία