Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
elevate
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
Επεξεργασία
Ρήμα
Επεξεργασία
elevate
(en)
ανυψώνω
κάτι, το φέρνω σε μεγαλύτερο ύψος
≈
συνώνυμα
:
raise
,
lift
αναδεικνύω
it's time to
elevate
the environmental issues